αρετώ

αρετώ
ἀρετῶ (-άω) κ. ἀρεταίνω (AM) [αρετή]
1. ευδοκιμώ, προοδεύω
2. διαλέγω τον δρόμο της αρετής
3. φρ. «ἀρετῶσα γῆ», «ἀρετῶσα διάνοια» — η γόνιμη, η παραγωγική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρετῶ — ἀ̱ρετῶ , ἀρετάω thrive imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat mp 2nd sg ἀρετάω thrive pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀρετάω thrive pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀρετάω thrive pres subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • αρεταίνω — ἀρεταίνω (Μ) βλ. αρετώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”